- Σκείρωνα
- Σκείρωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
Ενδηίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Σκείρωνα και της Χαρικλούς, συζύγου του Αιακού και μητέρα του Τελαμώνα και του Πηλέα … Dictionary of Greek
Χαρικλώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ναϊάδα, κόρη του Απόλλωνα ή του Περσέα ή του Ωκεανού, σύζυγος του Κένταυρου Χείρωνα. Κοντά της ανατράφηκαν ο Ιάσονας και ο Αχιλλέας. 2. Κόρη του Κυχρέα από τη Σαλαμίνα, σύζυγος του Σκείρωνα, από τον οποίο γέννησε… … Dictionary of Greek